- γεωχημικός
- η , ό[ν] 1. геохимический;2. (ο ) геохимик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεωχημικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωχημεία 2. το αρσ. ως ουσ. επιστήμονας ειδικός στη γεωχημεία … Dictionary of Greek
γεωχημικός — ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωχημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)